- ἀμφαΐσσομαι
- ἀμφ-αΐσσομαι, sie stürmen von allen Seiten los; umflattern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αμφαΐσσομαι — ἀμφαΐσσομαι (Α) (ποιητικός τύπος) 1. ορμώ από παντού 2. τινάζομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αρχ. ἀΐσσω «κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, ορμώ»] … Dictionary of Greek
ἀμφαίσσονται — ἀμφαίσσομαι rush on from all sides pres ind mp 3rd pl ἀμφαίσσομαι rush on from all sides pres ind mp 3rd pl ἀμφαΐσσονται , ἀμφαίσσομαι rush on from all sides pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek